- τρέφω
- τρέφω και θρέφω έθρεψα, τράφηκα και θράφηκα και θρέφτηκα, θρεμμένος1. μτβ., δίνω τροφή σε κάποιον, ταΐζω: Τρέφει το μωρό της τώρα.2. διατρέφω, συντηρώ: Τρέφω τον πατέρα μου. – Τρέφει μουστάκι.3. δίνω άφθονη τροφή σε κάποιον, τον παχαίνω, τον μεγαλώνω: Μου έδωσε την προβατίνα του να τη θρέψω.4. η μτχ., θρεμμένος, ο ο παχύς.5. αμτβ., επουλώνομαι, κλείνω (για τραύματα): Έθρεψε η πληγή.6. ωριμάζω (για καρπούς): Τα μήλα έθρεψαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.